- πεντάχρονο
- το пятилетка, пятилетний срок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάχρονος — η, ο / πεντάχρονος, ον, ΝΑ (για μουσικό ρυθμό ή ποιητικό μέτρο) αυτός που συνίσταται σε πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάσημος νεοελλ. 1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία πέντε χρόνων, πενταετής (α. «πεντάχρονο παιδί» β. «πεντάχρονη συμφωνία») 2.… … Dictionary of Greek